- φονεργάτης
- φον-εργάτης [pron. full] [ᾰ], ου, ὁ,A = φονεύς, as Adj., Sch.rec.A.Th. 122.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φονεργάτης — ὁ, ΜΑ φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + ἐργάτης] … Dictionary of Greek
φονεργάτην — φονεργάτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)